απαριάζω

απαριάζω
(Μ ἀπαριάζω)
παρακμάζω, παραμελώ, παραγκωνίζω, εγκαταλείπω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαριάζω ετυμολογείται από το παρjάζω < παρεάζω (πρβλ. μσν. παρεάω «αφήνω κάτι να φύγει, εγκαταλείπω»), ενώ κατ' άλλους από αμπαριάζω < αναπαριάζω. Σύμφωνα τέλος με μία τρίτη άποψη, απαργιάζω < αποργιάζω < απορογιάζω < ρογιάζω < ρόγα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”